αρπακτικά

αρπακτικά
Τάξη της παλαιότερης συστηματικής κατάταξης των πτηνών, που περιλάμβανε όλα τα ημερόβια και νυκτόβια α. πουλιά. Η τάξη αυτή, που δεν χρησιμοποιείται πια από τη συστηματική, ανήκε στην υφομοταξία των τροπιδωτών και χωριζόταν στις δύο υποτάξεις των ημερόβιων α. και των νυχτόβιων α. Τα πρώτα περιλάμβαναν τα ιερακόμορφα και τα δεύτερα τα γλαυκόμορφα, ομάδες πτηνών οι οποίες στη νεότερη συστηματική κατάταξη αποτελούν ιδιαίτερες τάξεις. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των α. είναι το ισχυρό και γαμψό ράμφος, το οποίο περιβάλλεται στη βάση του από δερματική πτυχή, που ονομάζεται κήρωμα, τα γαμψά νύχια και η ισχυρή οστέινη και διαμήκης τρόπιδα του στέρνου, γνώρισμα και των άλλων τροπιδωτών, πάνω στην οποία αναπτύσσονται οι στηθικοί ή πτητικοί μυς. Τα ημερόβια α. είναι σχεδόν όλα ικανότατα στην πτήση· έχουν κεφάλι γερτό προς τα πίσω και τα μάτια τους βρίσκονται στα πλάγια του κεφαλιού· οι πτέρυγες και το σώμα τους καλύπτονται από φτερά σε μεγάλο μέρος άκαμπτα· το φτέρωμά τους εκτείνεται κατά κανόνα και στους ταρσούς, αλλά αφήνει πάντοτε γυμνά τα δάχτυλα. Στα ημερόβια α. συμπεριλαμβάνονταν οι αετοί, οι γύπες, τα γεράκια, οι ικτίνοι, οι κίρκοι, οι λεπτότεροι και μικρότεροι από τους αετούς, o κόνδορας κ.ά. Τα νυκτόβια α. διακρίνονται από τα προηγούμενα κυρίως από το μεγάλο κεφάλι, με μάτια τοποθετημένα μετωπικά, τα οποία περιβάλλονται από μια δέσμη ακτινωτών πτυχών, από το κοντόχοντρο σώμα, τα μαλακά φτερά των πτερύγων τα οποία επιτρέπουν ήσυχο πέταγμα και το φτέρωμα που εκτείνεται έως τα δάχτυλα. Από τα νυχτόβια α. είναι γνωστά οι μπούφοι, ο γκιόνης, o στριγξ κ.ά. Τα α. αυτά θεωρούνται χρήσιμα για τον άνθρωπο, επειδή καταστρέφουν πολλά τρωκτικά, βλαβερά στη γεωργία. Η άρπυια είναι ημερόβιο αρπακτικό πουλί, όμοιο με μεγάλο γεράκι, που ζει στην Κεντρική και Νότια Αμερική. Θαλάσσιος αετός, από τα πιο όμορφα αρπακτικά πτηνά (φωτ. Dulevant). Στριγξ, είδος αρπακτικού πτηνού. Γεράκι, είδος ημερόβιου αρπακτικού πτηνού (φωτ. Dulevant). Δύο νεαροί μπούφοι, νυκτόβια αρπακτικά πτηνά (φωτ. Dulevant).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἁρπακτικά — ἁρπακτικός rapacious neut nom/voc/acc pl ἁρπακτικά̱ , ἁρπακτικός rapacious fem nom/voc/acc dual ἁρπακτικά̱ , ἁρπακτικός rapacious fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπακτικάς — ἁρπακτικά̱ς , ἁρπακτικός rapacious fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • μιμητισμός — Η ικανότητα πολλών ζώων και φυτών να παίρνουν μορφές, χρώματα, στάσεις, χαρακτηριστικά άλλων ειδών ή αντικειμένων του εξωτερικού περιβάλλοντος. Η μίμηση αυτή ενεργεί ως προστατευτικό καμουφλάρισμα, όταν συντελεί στην προστασία από τις επιθέσεις… …   Dictionary of Greek

  • Πικέρμι — Οικισμός της Αττικής, στις νότιες υπώρειες της Πεντέλης, από την περιοχή του οποίου προέρχονται σπουδαία παλαιοντολογικά ευρήματα, γνωστά ως πικερμική πανίδα. Υπάγεται στη νομαρχία Ανατολικής Αττικής, του νομού Αττικής. Κατά τη διάρκεια της… …   Dictionary of Greek

  • βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… …   Dictionary of Greek

  • ερμίνα — (hermine). Γένος θηλαστικών της οικογένειας των μουστελιδών. Περιλαμβάνει μικρά και αρπακτικά σαρκοφάγα ζώα που ζουν στη δυτική και στην κεντρική Ασία καθώς και σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες. Το σώμα τους, το οποίο έχει μήκος 30 εκ., καλύπτεται από …   Dictionary of Greek

  • ιερακίδες — Οικογένεια πτηνών της τάξης των ιερακομόρφων. Περιλαμβάνει τα περισσότερα από τα αρπακτικά ημερόβια πτηνά (αετός, ιέραξ, κίρκος, κιρκαετός, τριάρχης κ.ά.). Οι ι. έχουν αρκετά αγκιστρωτό ράμφος και, όπως συμβαίνει στα νυκτόβια κυρίως αρπακτικά, τα …   Dictionary of Greek

  • υπεραρπακτικός — ή, ό, Ν το ουδ. ως ουσ. το υπεραρπακτικό (βιολ. οικολ.) ζωικό είδος που τρέφεται με όλα τα άλλα αρπακτικά είδη, ενώ το ίδιο δεν αποτελεί λεία άλλου είδους, όπως είναι λ.χ. τα μεγάλα αρπακτικά πτηνά, ο φυσητήρας ή ο άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ *… …   Dictionary of Greek

  • χαρωπός — ή, ό / χαρωπός, ή, όν, ΝΜΑ, και χαροπός, ή, όν, θηλ. και ός, ΜΑ 1. αυτός τού οποίου τα μάτια, το βλέμμα και η έκφραση του δηλώνουν χαρά 2. συνεκδ. εύθυμος, χαρούμενος μσν. αρχ. (κυρίως για αρπακτικά ζώα) αυτός που έχει σπινθηροβόλα μάτια και,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”